- παραρπάζω
- Ααρπάζω κάτι με πλάγιο τρόπο, ξαφρίζω, σουφρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραρπάζειν — παραρπάζω filch away pres inf act (attic epic) παραρπάζω filch away pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρπάξῃς — παραρπάζω filch away aor subj act 2nd sg παραρπάζω filch away aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήρπαζον — παραρπάζω filch away imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) παραρπάζω filch away imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρπάσας — παραρπά̱σᾱς , παραρπάζω filch away fut part act fem acc pl (doric) παραρπά̱σᾱς , παραρπάζω filch away fut part act fem gen sg (doric) παραρπά̱σᾱς , παραρπάζω filch away fut part act fem acc pl (doric) παραρπά̱σᾱς , παραρπάζω filch away fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek